- προκατακνίζω
- Ακατακόβω σε μικρά κομμάτια προηγουμένως.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + κατακνίζω «κόβω σε μικρά κομμάτια, κατακομματιάζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προκατακνίζειν — προκατακνίζω pick pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκατακνισθείσας — προκατακνισθείσᾱς , προκατακνίζω pick aor part pass fem acc pl προκατακνισθείσᾱς , προκατακνίζω pick aor part pass fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνίζω — (AM κνίζω) νεοελλ. προκαλώ κνησμό, ερεθίζω το δέρμα μσν. αρχ. 1. ξύνω 2. πληγώνω, κεντώ, κάνω αμυχή αρχ. 1. (για έρωτα ή άλλα αισθήματα) πειράζω, ερεθίζω (α. «τὸν δὲ Ἀρίστωνα ἐκνιζε ἄρα τῆς γυναικὸς ταύτης ἔρως», Ηρόδ. β. «μὴ κόρος ἐλθὼν κνίσῃ»,… … Dictionary of Greek